- αἰγέη
- αἴγεοςa goat's skinfem nom/voc sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αίγεος — αἴγεος, έα, εον (Α) 1. γιδίσιος, κατσικίσιος 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ αἰγέα, αἰγέη (ένν. δορά) το δέρμα τής κατσίκας, γιδοτόμαρο, προβιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰγ (θ. τού αἴξ, αἰγ ὸς) + επίθημα εος] … Dictionary of Greek
ԱՅԾԵԱՅ — (ծէի, ից.) NBH 1 0090 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 10c, 11c ա. Կազմեալն ʼի մազոյ այծից. եւ հանդերձ մազեղէն. խորգ. խարազն. եւ մազ այծից. αἵγειος, αἱγέη caprinus, caprina pellis, τρίχενος qui e pilis est, cilicinus այծու… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)